- προήμαρ
- Αεπίρρ. όλη την ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἦμαρ ως επίρρ. «κατά τη διάρκεια τής ημέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προῆμαρ — all day indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… … Dictionary of Greek